περιαίρω

περιαίρω
περιαίρω,
A raise up,

ἐπὶ τὸν ἀγκῶνα π. ἑαυτόν J.AJ17.7.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιαίρω — περϊαίρω , περί αἴρω attach pres subj act 1st sg περϊαίρω , περί αἴρω attach pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρῶ — περιαιρέω take away something that surrounds pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιαιρέω take away something that surrounds pres ind act 1st sg (attic epic doric) περϊαιρῶ , περιαιρέω take away something that surrounds pres subj act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαίρω — Α σηκώνω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αἴρω «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • περιαιρώ — έω, ΜΑ [αιρώ] 1. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει κάτι άλλο, βγάζω το εξωτερικό περίβλημα («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», Πλάτ.) 2. (γενικά) αφαιρώ, αποσπώ («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ) αρχ. 1. (σχετικά με τείχη) κατεδαφίζω,… …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • συμπεριαιρώ — έω, Μ [περιαιρῶ] περιαιρώ* συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • περιαίρεμα — τὸ, Α [περιαιρώ] καθετί που αφαιρείται από το γύρω μέρος …   Dictionary of Greek

  • περιαίρεσις — έσεως, ἡ, ΝΑ [περιαιρώ] μσν. άνοιγμα («ἡ περιαίρεσις τῆς θύρας») (αρχ) 1. η αφαίρεση από το γύρω μέρος («περιαίρεσις φλοιοῡ», Θεόφρ.) 2. μετακίνηση, απομάκρυνση 3. εκτομή 4. η αφαίρεση τών αγαθών από κάποιο πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • περιαιρετός — ή, ό / περιαιρετός, ή, όν, ΝΑ [περιαιρώ] αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» η ανεμόσκαλα β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”